- περίστυλα
- περίστυλονsurrounded with a colonnadeneut nom/voc/acc plπερίστῡλα , περίστυλοςsurrounded with a colonnadeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκνόστυλος — η, ο / πυκνόστυλος, ον, ΝΑ (για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 11/2 διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό… … Dictionary of Greek
АЛТАРНАЯ ПРЕГРАДА — ограждение в христ. храме, отделяющее пространство алтаря от наоса. «Преграда (κάγκελλα) показывает место молитвы, обозначая внешней стороной пространство, куда входит народ, а внутренней Святая Святых, куда дозволен доступ одним… … Православная энциклопедия